- περιπατητικοῦ
- περιπατητικόςof walkingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
Μητροκλής — (μέσα 4ου – μέσα 3ου αι. π.Χ.). Κυνικός φιλόσοφος. Μαθητής του περιπατητικού Θεόφραστου, δέχτηκε αργότερα την επίδραση του κυνικού Κράτη, μαθητή του Διογένη. Στον Μ. αποδίδεται το έργο Χρείαι, χαμένο σήμερα, συλλογή ανεκδότων και αποφθεγμάτων,… … Dictionary of Greek